- μαίνομαι
- (AM μαίνομαι)1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.)2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.)3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α. «μαίνεται η θύελλα» β. «ὡς ὅτ'... ὀλοὸν πῡρ οὔρεσι μαίνηται», Ομ. Ιλ.)4. (η μτχ. ενεστ. και παθ. αορ. ως επίθ.) μαινόμενος, -η, -ο(ν) και μανείς, -εῑσα, -ένπαράφρων, τρελόςμσν.1. επιθυμώ κάτι μέχρι μανίας («καὶ πίστευσον, ἐμάνην το, καὶ θέλω νὰ τὸ φάγω», Πρόδρ.)2. απεχθάνομαι, μισώ κάποιοναρχ.1. βρίσκομαι σε βακχική έκσταση («ταύτας τὰς γυναῑκας ἱερὰς εἶναι καὶ Διονύσῳ μαίνεσθαι λέγουσιν», Παυσ.)2. γίνομαι ένθεος, εμπνέομαι, καταλαμβάνομαι από το θείο («καὶ ὑπὸ τοῡ θεοῡ μαίνεται», Ηρόδ.)3. (ως ενεργ.) μαίνωκάνω κάποιον τρελό («ὅτι σε κρίσις ἔμηνε θεᾱν», Ευρ.)4. (το έναρθρο απρμφ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ μαίνεσθαιμανία, παραφροσύνη5. φρ. α) «ἄμπελος μαινομένη» — το αμπέλι που δεν σταματά ποτέ να καρποφορείβ) «οἶνος μαινόμενος» — πολύ δυνατό κρασίγ) «μαινόμενα ἕλκη» — κακοήθεις πληγές.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαίνομαι (< *μαν-jομαι, με επένθεση τού -j-) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *man- τής ΙΕ ρίζας *men- «σκέπτομαι, διαλογίζομαι» (πρβλ. αρχ. ινδ. manyate και αβεστ. mainyeite «μεριμνώ, διαλογίζομαι, σκέπτομαι», ιρλδ. (do) muiniur «θεωρώ, σκέπτομαι», αρχ. σλαβ. mīnjo και λιθουαν. miniu «διαλογίζομαι»). Από ό,τι φαίνεται, το ρ. μαίνομαι εξελίχθηκε πολύ νωρίς από τη γενική σημ. «σκέπτομαι, διαλογίζομαι» στη σημ. τής έκστασης, τής μανίας. Έχει, τέλος, διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. μαίνομαι συνδέεται με τη λ. μένος*, παρ' όλο που ο τ. αυτός έχει περισσότερο τη σημ. «πολεμική μανία» (πρβλ. το χωρίο, από την Ιλιάδα: «ἀλλ' ὅδε λίην / μαίνεται οὐδὲ τίς οἱ δύναται μένος ἰσοφαρίζειν»), και με το ρ. μιμνήσκω*. Το ρ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με σιγμόληκτο θέμα σε σύνθετα τού τύπου -μανής*.ΠΑΡ. μαινάδα(-άς), μανίααρχ.μαινόλης.ΣΥΝΘ. (Β'συνθετικό) εκμαίνομαιαρχ.αντιμαίνομαι, απομαίνομαι, εμμαίνομαι, επιμαίνομαι, καταμαίνομαι, παραμαίνομαι, παρεμμαίνομαι, περιμαίνομαι, προσεκμαίνομαι, συμμαίνομαι, υπερμαίνομαι, υπομαίνομαινεοελλ.αυτομαίνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.